- ρόγα
- η(λ. λατ.)1. (στους βυζαντινούς) δώρο, χορηγία.2. μισθός, πληρωμή: Και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει (Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρόγα — η / ῥόγα, ΝΜ (στο Βυζ.) α) το βασιλικό ταμείο β) τα φιλοδωρήματα τού αυτοκράτορα προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες, τους κρατικούς υπαλλήλους και τον λαό γ) ο στρατιωτικός μισθός τών ρογατόρων, δηλ. τών μισθοφόρων στρατιωτών δ) τα… … Dictionary of Greek
ῥογάς — ῥογά̱ς , ῥογή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξερογιάζω — (διαλ.) απομακρύνω κάποιον από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρογιάζω «προσλαμβάνω κάποιον με μισθό» (< ρόγα «μισθός»)] … Dictionary of Greek
руга — I I сбор съестных припасов с крестьян священнику , арханг. (Подв.), плата пастуху, церковному причту , олонецк. (Кулик.), земельные угодья сельского духовенства (Даль), укр. руга церковное угодье , блр. руга (Станг, UР 145), др. русск. руга… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
AUGUSTATICUM — apud Marcellinum Comit. Augustatico suo dudum Anastasius militibus praestito, donativum quoque hoc Fratre Consule praebuit: donativum est Augusti, largitio publica ab Imperatore populo vel militibus facta. Δωρεὰ Καίςαρος, congiarium, in Gloss.… … Hofmann J. Lexicon universale
απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… … Dictionary of Greek
μοσχάτος — και μοσκάτος και μουσκάτος, η, ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, η, ον) 1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών… … Dictionary of Greek
ξερόγιασμα — το [ξερογιάζω] (διαλ.) απομάκρυνση κάποιου από την έμμισθη εργασία του, από τη ρόγα του, από τον μισθό του … Dictionary of Greek
παβέτα — (pavetta). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών με περισσότερα από 100 είδη, που ζουν σε τροπικά και παρατροπικά κλίματα. Είναι μικρά δέντρα ή θάμνοι, που έχουν σε μερικά είδη, πολύχρωμα παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι κυρίως πρασινωπά ή … Dictionary of Greek
πεπερομία — (peperomia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των Πιπεριδών. Αριθμεί 500 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές. Είναι δέντρα χαμηλά ή μικροί αναρριχητικοί θάμνοι, μονοετείς ή πολυετείς. Έχουν άνθη μικρά και καρπό… … Dictionary of Greek